- θανατόεις
- θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυ-όεις, δρυ-όεις, ζακρυ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θανατόεντι — θανατόεις deadly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατόεντ' — θανατόεντα , θανατόεις deadly neut nom/voc/acc pl θανατόεντα , θανατόεις deadly masc acc sg θανατόεντι , θανατόεις deadly masc/neut dat sg θανατόεντε , θανατόεις deadly masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek